aĉeto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aĉeto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉeto | aĉetoj |
αιτιατική | aĉeton | aĉetojn |
aĉeto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉeto | aĉetoj |
αιτιατική | aĉeton | aĉetojn |
aĉeto (eo)