valoro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | valoro | valoroj |
αιτιατική | valoron | valorojn |
valoro (eo)
- η αξία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | valoro | valoroj |
αιτιατική | valoron | valorojn |
valoro (eo)