Δείτε επίσης: vermischen
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Vermischen
γενική des Vermischens
δοτική dem Vermischen
αιτιατική das Vermischen

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Vermischen < ουσιαστικοποίηση του ρήματος vermischen

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Vermischen (de) ουδέτερο