Δείτε επίσης: vermischen

Γερμανικά (de) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Vermischen
γενική des Vermischens
δοτική dem Vermischen
αιτιατική das Vermischen

  Ετυμολογία επεξεργασία

Vermischen < ουσιαστικοποίηση του ρήματος vermischen

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Vermischen (de) ουδέτερο