Stabilecpakto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Stabilecpakto < stabileco (σταθερότητα) + pakto (σύμφωνο, συμφωνία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Stabilecpakto | Stabilecpaktoj |
αιτιατική | Stabilecpakton | Stabilecpaktojn |
Stabilecpakto (eo)