stabileco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stabileco | stabilecoj |
αιτιατική | stabilecon | stabilecojn |
stabileco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stabileco | stabilecoj |
αιτιατική | stabilecon | stabilecojn |
stabileco (eo)