pakto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pakto < γαλλική pacte
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pakto | paktoj |
αιτιατική | pakton | paktojn |
pakto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pakto | paktoj |
αιτιατική | pakton | paktojn |
pakto (eo)