Oden
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Oden : προέλευσης από τη γερμανική και ολλανδική Odo, ανδρικό όνομα, άλλη μορφή του Otto, ή από το θηλυκό του, Oda.
Κύριο όνομα
επεξεργασίαOden (en) αρσενικό ή θηλυκό
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο), πατρωνυμικής ή μητρωνυμικής προέλευσης
Πηγές
επεξεργασία- Patrick Hanks, Simon Lenarčič & Peter McClure (επιμ.), Dictionary of American Family Names (Νέα Υόρκη, Oxford University Press, ²2022, ISBN 9780190245115). Oden - @ancestry.com αμερικανικός ιστότοπος επωνύμων και έρευνας γενεαλογίας (αγγλικά).
- Oden - Επώνυμα όλων των γλωσσών surnames@forebears (από το 2012). 10.066 άτομα στις ΗΠΑ, με στοιχεία του 2014.
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαOden (de) αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Oden - Επώνυμα όλων των γλωσσών surnames@forebears (από το 2012). 126 άτομα στη Γερμανία, με στοιχεία του 2014.
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαOden θηλυκό
Νορβηγικά (no)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Oden < παλαιά νορβηγική Óðinn < πρωτογερμανική *Wōdanaz < *wōþuz (οργή) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weh₂t- (ερεθισμένος, οργισμένος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /²uː(d)ən/ & /²u̞ː.dən/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ód‐en
Κύριο όνομα
επεξεργασίαOden (no) αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαOden (nl) αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Oden - Επώνυμα όλων των γλωσσών surnames@forebears (από το 2012). 36 άτομα στην Ολλανδία, με στοιχεία του 2014.
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Oden < παλαιά νορβηγική Óðinn < πρωτογερμανική *Wōdanaz
Κύριο όνομα
επεξεργασίαOden (sv) αρσενικό