↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Atmung
γενική der Atmung
δοτική der Atmung
αιτιατική die Atmung

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Atmung (de) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  atmen