Γερμανικά (de) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Atmung
γενική der Atmung
δοτική der Atmung
αιτιατική die Atmung

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Atmung (de) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  atmen