Ετυμολογία

επεξεργασία
-ов < επίθημα σλαβικών γλωσσών, κτητικό ή πατρωνυμικό, και στο ουδέτερο, δηλωτικό τόπων < κληρονομημένο από την πρωτοσλαβική *-ovъ (αυτό) < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁é

  Επίθημα

επεξεργασία

-ов ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε και  ρωσική γλώσσα -ёв (-jóv, -ώφ, -όφ)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

νέα ελληνική: