Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔσπετε: β΄ πρόσωπο πληθυντικού προστακτικής αορίστου β΄ ( *ἔσπον) του ἔπω ή του ἐννἑπω, ο μοναδικός μαρτυρούμενος τύπος του *ἔσπον < θέμα *σπ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sekʷ-, λέω, συγγενές με το ἔπος)· → δείτε και τη λέξη ἔννεπε

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ἔσπετε

Δείτε επίσης

επεξεργασία