Ὑσιαί
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | αἱ | Ὑσιαί |
γενική | τῶν | Ὑσιῶν |
δοτική | ταῖς | Ὑσιαῖς |
αιτιατική | τὰς | Ὑσιᾱ́ς |
κλητική ὦ! | Ὑσιαί | |
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ὑσιαί < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαὙσιαί θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Πηγές
επεξεργασία- Ὑσιαί - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Ὑσιαί - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.