ὑδροφόρια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὰ | ὑδροφόριᾰ | ||||||
γενική | τῶν | ὑδροφορίων | ||||||
δοτική | τοῖς | ὑδροφορίοις | ||||||
αιτιατική | τὰ | ὑδροφόριᾰ | ||||||
κλητική ὦ! | ὑδροφόριᾰ | |||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὑδροφόρια < αρχαία ελληνική ὑδροφόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὑδροφόρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)