ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ὀρεστῖνος
      γενική τοῦ Ὀρεστίνου
      δοτική τῷ Ὀρεστίν
    αιτιατική τὸν Ὀρεστῖνον
     κλητική ! Ὀρεστῖνε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ὀρεστῖνος < Ὀρέστης + -ῖνος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ὀρεστῖνος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)