Ὀγχηστός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ὀγχηστός | ||
γενική | τῆς | Ὀγχηστοῦ | ||
δοτική | τῇ | Ὀγχηστῷ | ||
αιτιατική | τὴν | Ὀγχηστόν | ||
κλητική ὦ! | Ὀγχηστέ | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ὀγχηστός < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαὈγχηστός θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ὀγχηστός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.