Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἄβαρνος
      γενική τῆς Ἀβάρνου
      δοτική τῇ Ἀβάρν
    αιτιατική τὴν Ἄβαρνον
     κλητική ! Ἄβαρνε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἄβαρνος < Ἀβαρν(ίς) + -ος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἄβαρνος θηλυκό