Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀτιμόω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ἀτιμόω - ἀτιμῶ (συνηρημένο)

  1. ατιμάζω, διαφθείρω
  2. περιφρονώ, απαξιώνω
  3. (στην αρχαία Αθήνα) επιβάλλω στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων σε κάποιον
  4. (στην παθητική φωνή) υφίσταμαι ατίμωση ή ταπείνωση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία