Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀτιμάω < λείπει η ετυμολογία

ἀτιμάω - ἀτιμῶ (συνηρημένο)

  1. ατιμάζω, διαφθείρω, μεταχειρίζομαι άσχημα
  2. περιφρονώ, απαξιώνω

Δείτε επίσης

επεξεργασία