Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀτιμάω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ἀτιμάω - ἀτιμῶ (συνηρημένο)

  1. ατιμάζω, διαφθείρω, μεταχειρίζομαι άσχημα
  2. περιφρονώ, απαξιώνω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία