Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποκουντουρίζω < ἀπό + κουντουρίζω

ἀποκουντουρίζω

  1. αφαιρώ, κόβω την ουρά, καθιστώ κάτι κολοβό
  2. (μεταφορικά) απομακρύνομαι (με περιφρόνηση)
  3. (στη μέση φωνή) στενοχωριέμαι
  4. (στη μέση φωνή) θυμώνω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία