Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό.


Δείτε επίσης: Κούντουρος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κούντουρος < κόντουρος με τροπή [ko] > [ku] με ανομοίωση των φωνηέντων < κοντός + οὐρά • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

κούντουρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κούντουρος αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

ποντιακά: