κόντουρος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κόντουρος
Άλλες μορφές επεξεργασία
επεξεργασία
ουσιαστικοποιημένα:
- τὰ (ἅγια) κόντουρα : η παραμονή της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
- αἱ κονδοῦραι (θηλυκό, πληθυντικός) είδος σκάφους παράκτιας αλιείας στη Δαλματία
- τὰ κούντουρα (ουδέτερο, πληθυντικός)
- ἡ κουντοῦρα (θηυλκό, ενικός) (Χρειάζεται έλεγχος τονισμού)
επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόντουρος αρσενικό ή θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- κόντουρος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)