Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόντουρος < (κοντός) κοντ- + οὐρ(ά) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

κόντουρος

  1. που έχει κομμένη ή κοντή ουρά, κολοβός, κολοβωμένος
  2. κοντός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

ουσιαστικοποιημένα:

Συγγενικά επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόντουρος αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία