Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀναβοάω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἀναβοάω
<
ἀνά
+
βοάω
Ρήμα
επεξεργασία
ἀναβοάω
-
ἀναβοῶ
(
συνηρημένο
)
ανακράζω
,
φωνάζω
δυνατά
(από
θλίψη
,
πόνο
,
έκπληξη
κ.λπ.)
επικαλούμαι
κάποιον
φωνάζω
βοήθεια
θρηνώ
γοερά
για κάτι (με αιτιατική πράγματος)
επαινώ
,
εξυμνώ