Δείτε επίσης: ακαμάτης

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκαμάτης, λέξη του 9ου αιώνα < ἀ- στερητικό + κάματ(ος) + -ης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀκαμάτης αρσενικό (θηλυκό ἀκαμάτρια)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία