Ετυμολογία

επεξεργασία
Յաղջյան < (επάγγελμα) οθωμανική τουρκική اغجی‎ (yağcı), στα τουρκικά yağcı (λαδάς, ελαιοπαραγωγός, λαδέμπορος) + -յան (-yan)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Յաղջյան (hy) (Yaġǰyan) αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

παρωχημένες-σπάνιες:

  • Յաղճյան (Y a ġ č y a n)
  • Յաղչյան (Y a ġ čʿ y a n)
  • Յահճյան (Y a h č y a n)
  • Յահջյան (Y a h ǰ y a n)

Απόγονοι

επεξεργασία

Յաղջյան (αρμενικά)

αγγλικά: Yaghjian, Yahjian, Yagjan, Iahdjian
αραβικά: ياغجيان
γαλλικά: Yaghjian
γεωργιανά: იაგჯიანი (iagǯiani)
νέα ελληνικά: Γιαγτζιάν
ρωσικά: Ягджян (Jagdžján)

Μεταγραφές

επεξεργασία