ψόφια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψόφια < ψόφιος
Επίρρημα επεξεργασία
ψόφια
- χωρίς ζωντάνια, ενεργητικότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψόφια
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ψόφια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ψόφιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ψόφιος