Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα χρυσικά
      γενική των χρυσικών
    αιτιατική τα χρυσικά
     κλητική χρυσικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυσικά < (ελληνιστική κοινή)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρυσικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (των χρυσικών)

  Μεταφράσεις επεξεργασία