→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χναῦμα < χναύω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χναῦμα ουδέτερο

  1. (γαστρονομία) το μεζεδάκι, αυτό που τσιμπολογάμε, η μπουκιά που παίρνει κάποιος από ένα ψητό
    ※  σπλάγχν᾽ ὀπτᾶται, χναῦμ᾽ ἥρπασται, κρέας ἐξ ἅλμης ἐξῄρηται, τόμος ἀλλᾶντος
    ※  μετά πολλοῦ πεπέρεως τά χναυμάτια ἔβυσα (Αθήναιος, 9ο)
    Χναύματα: βρώματα και τα των κρεών απανθρακίσματα ( Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Χ ) : τρόφιμα και το γύρω γύρω του ψητού κρέατος

Συγγενικά

επεξεργασία