Ετυμολογία

επεξεργασία
χναύω < θέμα χν ίσως λέξη ομόρριζη των κνάω και κναίω, κνήθω κνίζω

χναύω

  1. ξύνω, κόβω (ένα κομμάτι), δαγκάνω, τσιμπολογώ, τρώω λίγο
    καί ἀνθρακιᾶς ἄπο θερμὰ χναύειν βρύκειν κρεοκοπεῖν μέλη ξένων δασυμάλλῳ ἐν αἰγίδι (Ευριπ.)
    ...ᾠῶν ἑκατόμβη: πάντα ταῦτ᾽ ἐχναύομεν. ᾠῶν δὲ ῥοφητῶν μνημονεύει Νικόμαχος (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί)
    χναύει: λαμβάνει, κνίζει,
    χναύεται περικνίζεται (τισμπολογάει) λαμβάνει
    χναύων περικνίζων, περιτίλλων (κόβω κομμάτι) -τρεις ορισμοί του Ησύχιου)

Συγγενικά

επεξεργασία