χναυρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χναυρός < χναύω
Επίθετο
επεξεργασίαχναυρός
- και πλευρά δελφάκει' ἐξανθισμένα χναυρότατα : και χοιρινά παϊδάκια ψητά, νοστιμότατα (Φερεκράτης, στο "Μεταλλεῦσι")
Συγγενικά
επεξεργασία- χναῦμα (ο μεζές)
- χναυστικός (ο λιχούδης)