Ετυμολογία

επεξεργασία
φρου φρου < (λόγιο δάνειο) γαλλική frou-frou (θρόισμα υφάσματος) (ηχομιμητική λέξη)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fɾuˈfɾu/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φρου φρου ουδέτερο άκλιτο

  1. ο σιγανός ήχος, το θρόισμα που παράγεται από την κίνηση του υφάσματος γυναικείων ρούχων
     συνώνυμα: φουρφούρισμα (διαφορετικής ετυμολογίας), σουσούρισμα
  2. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός για άνθρωπο επιφανειακό, που θέλει να εντυπωσιάζει, να επιδεικνύεται με τρόπο ανούσιο
    ⮡  ιδίως στην έκφραση: Είναι όλο φρου φρου κι αρώματα (: διόλου ουσιαστική προσωπικότητα)

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • φρουφρού
  • φρου-φρου (κατά τη γαλλική ορθογραφία)

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία