φιλμάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλμάρω < φιλμ + -άρω < αγγλική film < μέση αγγλική filme < αγγλοσαξονικά filmen < πρωτογερμανική *filminją (δέρμα, μεμβράνη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pélno-mo (μεμβράνη) < *pel- (καλύπτω, δέρμα)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαφιλμάρω (παθητική φωνή: φιλμάρομαι)
- καταγράφω σε φιλμ ή σε άλλο μέσο καταγραφής οπτικοακουστικού υλικού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- φιλμάρισμα
- → δείτε τη λέξη φιλμ
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιλμάρω
|