υποτιτλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποτιτλίζω < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sous-titrer
Ρήμα
επεξεργασίαυποτιτλίζω
- (μεταβατικό) βάζω υπότιτλους κάπου (π.χ. σε βιβλίο, ταινία, σειρά)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ὑποτιτλίζω (πολυτονικό σύστημα, πριν από την ορθογραφική μεταρρύθμιση του 1982)
Συγγενικά
επεξεργασία- υπότιτλος
- υποτιτλισμός
- υποτίτλωση
- → και δείτε τις λέξεις υπό και τίτλος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποτιτλίζω | υποτίτλιζα | θα υποτιτλίζω | να υποτιτλίζω | υποτιτλίζοντας | |
β' ενικ. | υποτιτλίζεις | υποτίτλιζες | θα υποτιτλίζεις | να υποτιτλίζεις | υποτίτλιζε | |
γ' ενικ. | υποτιτλίζει | υποτίτλιζε | θα υποτιτλίζει | να υποτιτλίζει | ||
α' πληθ. | υποτιτλίζουμε | υποτιτλίζαμε | θα υποτιτλίζουμε | να υποτιτλίζουμε | ||
β' πληθ. | υποτιτλίζετε | υποτιτλίζατε | θα υποτιτλίζετε | να υποτιτλίζετε | υποτιτλίζετε | |
γ' πληθ. | υποτιτλίζουν(ε) | υποτίτλιζαν υποτιτλίζαν(ε) |
θα υποτιτλίζουν(ε) | να υποτιτλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποτίτλισα | θα υποτιτλίσω | να υποτιτλίσω | υποτιτλίσει | ||
β' ενικ. | υποτίτλισες | θα υποτιτλίσεις | να υποτιτλίσεις | υποτίτλισε | ||
γ' ενικ. | υποτίτλισε | θα υποτιτλίσει | να υποτιτλίσει | |||
α' πληθ. | υποτιτλίσαμε | θα υποτιτλίσουμε | να υποτιτλίσουμε | |||
β' πληθ. | υποτιτλίσατε | θα υποτιτλίσετε | να υποτιτλίσετε | υποτιτλίστε | ||
γ' πληθ. | υποτίτλισαν υποτιτλίσαν(ε) |
θα υποτιτλίσουν(ε) | να υποτιτλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υποτιτλίσει | είχα υποτιτλίσει | θα έχω υποτιτλίσει | να έχω υποτιτλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις υποτιτλίσει | είχες υποτιτλίσει | θα έχεις υποτιτλίσει | να έχεις υποτιτλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει υποτιτλίσει | είχε υποτιτλίσει | θα έχει υποτιτλίσει | να έχει υποτιτλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υποτιτλίσει | είχαμε υποτιτλίσει | θα έχουμε υποτιτλίσει | να έχουμε υποτιτλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε υποτιτλίσει | είχατε υποτιτλίσει | θα έχετε υποτιτλίσει | να έχετε υποτιτλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υποτιτλίσει | είχαν υποτιτλίσει | θα έχουν υποτιτλίσει | να έχουν υποτιτλίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποτιτλίζω
Πηγές
επεξεργασία- υποτιτλίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)