Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραϊχαρντάρω < τραϊχάρντ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική tryhard < try + hard

  Ρήμα επεξεργασία

τραϊχαρντάρω, πρτ.: τραϊχάρνταρα, αόρ.: τραϊχαρντάρισα/τραϊχάρνταρα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία