τραμπαλίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τραμπαλίζομαι < τραμπάλ(α) + -ίζομαι
Ρήμα επεξεργασία
τραμπαλίζομαι
- κάνω τραμπάλα
- Τραμπα-τραμπαλίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι (παιδικό τραγουδάκι)
- (κατ’ επέκταση) κουνιέμαι απ’ τη μια και την άλλη πλευρά, πέρα - δώθε