seesaw
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
seesaw | seesaws |
seesaw (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | seesaw |
γ΄ ενικό ενεστώτα | seesaws |
αόριστος | seesawed |
παθητική μετοχή | seesawed |
ενεργητική μετοχή | seesawing |
seesaw (en)