δώθε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δώθε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δῶθε < ἐδῶθε(ν) με αποβολή του άτονου αρκτικού φωνήεντος < αρχαία ελληνική ἐδῶ + -θεν[1] < ὧδε < ὅδε < ὁ + -δε < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *só
Επίρρημα
επεξεργασίαδώθε
- (λαϊκότροπο) εδώ, από εδώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.