Δείτε επίσης: τριώριον, τριώραιον

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρίωρον: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρίωρος - δείτε και το ελληνιστικό τριώριον.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρίωρον ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

τρίωρον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του τρίωρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τρίωρος