τρίωρον
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρίωρον: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρίωρος - δείτε και το ελληνιστικό τριώριον.
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρίωρον ουδέτερο
- το τρίωρο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατρίωρον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του τρίωρος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τρίωρος
Πηγές
επεξεργασία- τρίωρος, τὸ -ον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)