τουίντ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τουίντ < (λόγιο δάνειο) αγγλική tweed[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tuˈid/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : του‐ίντ
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουίντ ουδέτερο άκλιτο
- (ύφασμα) χοντρό ύφασμα από μαλλί το οποίο διαθέτει ανάγλυφους κόμπους, κατάλληλο για αθλητικά ρούχα
- ※ Πολλά από τα δωμάτια έχουν μια νότα αγγλικής εκκεντρικότητας, μια ευχάριστη μείξη βελούδου, σχεδίων, τουίντ και διαφόρων υφασμάτων.
- Νίνα Ζβε, Επιστροφή στο Cambridge, Η Καθημερινή, 16 Νοεμβρίου 2021
- ※ Πολλά από τα δωμάτια έχουν μια νότα αγγλικής εκκεντρικότητας, μια ευχάριστη μείξη βελούδου, σχεδίων, τουίντ και διαφόρων υφασμάτων.
Επίθετο επεξεργασία
τουίντ άκλιτο
- που είναι φτιαγμένο από το παραπάνω ύφασμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
τουίντ
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τουίντ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας