Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τουίντ < (λόγιο δάνειο) αγγλική tweed[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tuˈid/
τυπογραφικός συλλαβισμός: του‐ίντ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Υφάσματα τουίντ

τουίντ ουδέτερο άκλιτο

  Επίθετο επεξεργασία

τουίντ άκλιτο

  • που είναι φτιαγμένο από το παραπάνω ύφασμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία