τοις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τοις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τοῖς, δοτική πληθυντικού αρσενικού ή ουδέτερου γένους του άρθου ὁ, μόνο σε εκφράσεις
Προφορά επεξεργασία
Κλιτικός τύπος άρθρου επεξεργασία
τοις
- στους (αρσενικό) / στα (ουδέτερο) (χρησιμοποιείται σε εκφράσεις με δοτική πτώση από τα αρχαία ελληνική ή την καθαρεύουσα που επιβιώνουν στα νέα ελληνικά)