Δείτε επίσης: τοῖς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τοις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τοῖς, δοτική πληθυντικού αρσενικού ή ουδέτερου γένους του άρθου , μόνο σε εκφράσεις

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tis/ άτονο, προφέρφεται μαζί με τη λέξη που ακολουθεί
ομόηχα: της, τις

  Κλιτικός τύπος άρθρου

επεξεργασία

τοις

Εκφράσεις

επεξεργασία