Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεριγιάκι < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 照り焼き, てりやき (teriyaki) (照り=λάμπω, 焼き=ψημένο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τεριγιάκι ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία