Ετυμολογία

επεξεργασία
τεριγιάκι < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 照り焼き, てりやき (teriyaki) (照り=λάμπω, 焼き=ψημένο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τεριγιάκι ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία