Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τεριγιάκι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
τεριγιάκι
< (
άμεσο δάνειο
)
ιαπωνική
照り焼き
,
てりやき
(teriyaki) (照り=
λάμπω
, 焼き=
ψημένο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τεριγιάκι
ουδέτερο
άκλιτο
κρέας
ή
ψάρι
, τηγανισμένο ή ψημένο σε μια γλυκιά σάλτσα από
σόγια
με
μιρίν
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Τεριάκι
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τεριγιάκι
αγγλικά
:
teriyaki
(en)
γαλλικά
:
teriyaki
(fr)
ιταλικά
:
teriyaki
(it)