Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μιρίν
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μιρίν
< (
άμεσο δάνειο
)
ιαπωνική
味醂
ή
みりん
, (
μιρίν
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μιρίν
ουδέτερο
άκλιτο
είδος
σακέ
που χρησιμοποιείται σήμερα μόνο σε
σάλτσες
στην κορεατική και την ιαπωνική
μαγειρική
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μιρίν
αγγλικά
:
mirin
(en)
γαλλικά
:
mirin
(fr)