Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μιρίν < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 味醂 ή みりん, (μιρίν)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μιρίν ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία