τερέν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τερέν < γαλλική terrain < λατινική terrenum, ουδέτερο του terrenus < terra < πρωτοϊταλική terzā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ters-eh₂ < *ters-
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τερέν ουδέτερο άκλιτο