Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπανηγυρίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμπανηγυρίζω. Μορφολογικά αναλύεται σε συμ- (σύν, συν) + αρχαία ελληνική πανηγυρίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sim.ba.ni.ʝiˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπα‐νη‐γυ‐ρί‐ζω
παλιότερος συλλαβισμός: συμ‐πα‐νη‐γυ‐ρί‐ζω

συμπανηγυρίζω, αόρ.: συμπανηγύρισα, παθ.φωνή: συμπανηγυρίζομαι, π.αόρ.: συμπανηγυρίστηκα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπανηγυρίζω (ελληνιστική κοινή) < συμ- (σύν) + αρχαία ελληνική πανηγυρίζω

(ελληνιστική κοινή) ζητούμενο λήμμα