Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sim.ba.ni.ʝiˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμπανηγυρίζω
παλιότερος συλλαβισμός: συμπανηγυρίζω

συμπανηγυρίζω, αόρ.: συμπανηγύρισα, παθ.φωνή: συμπανηγυρίζομαι, π.αόρ.: συμπανηγυρίστηκα

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία