συμπανηγυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπανηγυρίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμπανηγυρίζω. Μορφολογικά αναλύεται σε συμ- (σύν, συν) + αρχαία ελληνική πανηγυρίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sim.ba.ni.ʝiˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπα‐νη‐γυ‐ρί‐ζω
- παλιότερος συλλαβισμός : συμ‐πα‐νη‐γυ‐ρί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασυμπανηγυρίζω, αόρ.: συμπανηγύρισα, παθ.φωνή: συμπανηγυρίζομαι, π.αόρ.: συμπανηγυρίστηκα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμπανηγυρίζω | συμπανηγύριζα | θα συμπανηγυρίζω | να συμπανηγυρίζω | συμπανηγυρίζοντας | |
β' ενικ. | συμπανηγυρίζεις | συμπανηγύριζες | θα συμπανηγυρίζεις | να συμπανηγυρίζεις | συμπανηγύριζε | |
γ' ενικ. | συμπανηγυρίζει | συμπανηγύριζε | θα συμπανηγυρίζει | να συμπανηγυρίζει | ||
α' πληθ. | συμπανηγυρίζουμε | συμπανηγυρίζαμε | θα συμπανηγυρίζουμε | να συμπανηγυρίζουμε | ||
β' πληθ. | συμπανηγυρίζετε | συμπανηγυρίζατε | θα συμπανηγυρίζετε | να συμπανηγυρίζετε | συμπανηγυρίζετε | |
γ' πληθ. | συμπανηγυρίζουν(ε) | συμπανηγύριζαν συμπανηγυρίζαν(ε) |
θα συμπανηγυρίζουν(ε) | να συμπανηγυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμπανηγύρισα | θα συμπανηγυρίσω | να συμπανηγυρίσω | συμπανηγυρίσει | ||
β' ενικ. | συμπανηγύρισες | θα συμπανηγυρίσεις | να συμπανηγυρίσεις | συμπανηγύρισε | ||
γ' ενικ. | συμπανηγύρισε | θα συμπανηγυρίσει | να συμπανηγυρίσει | |||
α' πληθ. | συμπανηγυρίσαμε | θα συμπανηγυρίσουμε | να συμπανηγυρίσουμε | |||
β' πληθ. | συμπανηγυρίσατε | θα συμπανηγυρίσετε | να συμπανηγυρίσετε | συμπανηγυρίστε | ||
γ' πληθ. | συμπανηγύρισαν συμπανηγυρίσαν(ε) |
θα συμπανηγυρίσουν(ε) | να συμπανηγυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συμπανηγυρίσει | είχα συμπανηγυρίσει | θα έχω συμπανηγυρίσει | να έχω συμπανηγυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις συμπανηγυρίσει | είχες συμπανηγυρίσει | θα έχεις συμπανηγυρίσει | να έχεις συμπανηγυρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει συμπανηγυρίσει | είχε συμπανηγυρίσει | θα έχει συμπανηγυρίσει | να έχει συμπανηγυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συμπανηγυρίσει | είχαμε συμπανηγυρίσει | θα έχουμε συμπανηγυρίσει | να έχουμε συμπανηγυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε συμπανηγυρίσει | είχατε συμπανηγυρίσει | θα έχετε συμπανηγυρίσει | να έχετε συμπανηγυρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συμπανηγυρίσει | είχαν συμπανηγυρίσει | θα έχουν συμπανηγυρίσει | να έχουν συμπανηγυρίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμπανηγυρίζομαι | συμπανηγυριζόμουν(α) | θα συμπανηγυρίζομαι | να συμπανηγυρίζομαι | ||
β' ενικ. | συμπανηγυρίζεσαι | συμπανηγυριζόσουν(α) | θα συμπανηγυρίζεσαι | να συμπανηγυρίζεσαι | ||
γ' ενικ. | συμπανηγυρίζεται | συμπανηγυριζόταν(ε) | θα συμπανηγυρίζεται | να συμπανηγυρίζεται | ||
α' πληθ. | συμπανηγυριζόμαστε | συμπανηγυριζόμαστε συμπανηγυριζόμασταν |
θα συμπανηγυριζόμαστε | να συμπανηγυριζόμαστε | ||
β' πληθ. | συμπανηγυρίζεστε | συμπανηγυριζόσαστε συμπανηγυριζόσασταν |
θα συμπανηγυρίζεστε | να συμπανηγυρίζεστε | (συμπανηγυρίζεστε) | |
γ' πληθ. | συμπανηγυρίζονται | συμπανηγυρίζονταν συμπανηγυριζόντουσαν |
θα συμπανηγυρίζονται | να συμπανηγυρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμπανηγυρίστηκα | θα συμπανηγυριστώ | να συμπανηγυριστώ | συμπανηγυριστεί | ||
β' ενικ. | συμπανηγυρίστηκες | θα συμπανηγυριστείς | να συμπανηγυριστείς | συμπανηγυρίσου | ||
γ' ενικ. | συμπανηγυρίστηκε | θα συμπανηγυριστεί | να συμπανηγυριστεί | |||
α' πληθ. | συμπανηγυριστήκαμε | θα συμπανηγυριστούμε | να συμπανηγυριστούμε | |||
β' πληθ. | συμπανηγυριστήκατε | θα συμπανηγυριστείτε | να συμπανηγυριστείτε | συμπανηγυριστείτε | ||
γ' πληθ. | συμπανηγυρίστηκαν συμπανηγυριστήκαν(ε) |
θα συμπανηγυριστούν(ε) | να συμπανηγυριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συμπανηγυριστεί | είχα συμπανηγυριστεί | θα έχω συμπανηγυριστεί | να έχω συμπανηγυριστεί | ||
β' ενικ. | έχεις συμπανηγυριστεί | είχες συμπανηγυριστεί | θα έχεις συμπανηγυριστεί | να έχεις συμπανηγυριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει συμπανηγυριστεί | είχε συμπανηγυριστεί | θα έχει συμπανηγυριστεί | να έχει συμπανηγυριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συμπανηγυριστεί | είχαμε συμπανηγυριστεί | θα έχουμε συμπανηγυριστεί | να έχουμε συμπανηγυριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε συμπανηγυριστεί | είχατε συμπανηγυριστεί | θα έχετε συμπανηγυριστεί | να έχετε συμπανηγυριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συμπανηγυριστεί | είχαν συμπανηγυριστεί | θα έχουν συμπανηγυριστεί | να έχουν συμπανηγυριστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπανηγυρίζω
|
Πηγές
επεξεργασία- συμπανηγυρίζω σελ.6813 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- συμπανηγυρίζω, -ομαι — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
ΣτΕ: δεν εμφανίζει μετοχή πανηγυρισμένος ή σύνθετά της.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπανηγυρίζω (ελληνιστική κοινή) < συμ- (σύν) + αρχαία ελληνική πανηγυρίζω
(ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
επεξεργασία- συμπανηγυρίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συμπανηγυρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.