συμπανηγυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπανηγυρίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίασυμπανηγυρίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμπανηγυρίζω | συμπανηγύριζα | θα συμπανηγυρίζω | να συμπανηγυρίζω | συμπανηγυρίζοντας | |
β' ενικ. | συμπανηγυρίζεις | συμπανηγύριζες | θα συμπανηγυρίζεις | να συμπανηγυρίζεις | συμπανηγύριζε | |
γ' ενικ. | συμπανηγυρίζει | συμπανηγύριζε | θα συμπανηγυρίζει | να συμπανηγυρίζει | ||
α' πληθ. | συμπανηγυρίζουμε | συμπανηγυρίζαμε | θα συμπανηγυρίζουμε | να συμπανηγυρίζουμε | ||
β' πληθ. | συμπανηγυρίζετε | συμπανηγυρίζατε | θα συμπανηγυρίζετε | να συμπανηγυρίζετε | συμπανηγυρίζετε | |
γ' πληθ. | συμπανηγυρίζουν(ε) | συμπανηγύριζαν συμπανηγυρίζαν(ε) |
θα συμπανηγυρίζουν(ε) | να συμπανηγυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμπανηγύρισα | θα συμπανηγυρίσω | να συμπανηγυρίσω | συμπανηγυρίσει | ||
β' ενικ. | συμπανηγύρισες | θα συμπανηγυρίσεις | να συμπανηγυρίσεις | συμπανηγύρισε | ||
γ' ενικ. | συμπανηγύρισε | θα συμπανηγυρίσει | να συμπανηγυρίσει | |||
α' πληθ. | συμπανηγυρίσαμε | θα συμπανηγυρίσουμε | να συμπανηγυρίσουμε | |||
β' πληθ. | συμπανηγυρίσατε | θα συμπανηγυρίσετε | να συμπανηγυρίσετε | συμπανηγυρίστε | ||
γ' πληθ. | συμπανηγύρισαν συμπανηγυρίσαν(ε) |
θα συμπανηγυρίσουν(ε) | να συμπανηγυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συμπανηγυρίσει | είχα συμπανηγυρίσει | θα έχω συμπανηγυρίσει | να έχω συμπανηγυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις συμπανηγυρίσει | είχες συμπανηγυρίσει | θα έχεις συμπανηγυρίσει | να έχεις συμπανηγυρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει συμπανηγυρίσει | είχε συμπανηγυρίσει | θα έχει συμπανηγυρίσει | να έχει συμπανηγυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συμπανηγυρίσει | είχαμε συμπανηγυρίσει | θα έχουμε συμπανηγυρίσει | να έχουμε συμπανηγυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε συμπανηγυρίσει | είχατε συμπανηγυρίσει | θα έχετε συμπανηγυρίσει | να έχετε συμπανηγυρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συμπανηγυρίσει | είχαν συμπανηγυρίσει | θα έχουν συμπανηγυρίσει | να έχουν συμπανηγυρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπανηγυρίζω
|