στυφούτσικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στυφούτσικα < στυφούτσικος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
στυφούτσικα
- (οικείο) με στυφούτσικο τρόπο, με μια κάποια στυφότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
στυφούτσικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
στυφούτσικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στυφούτσικος