στίμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στίμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στίμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική stima < ιταλική stimare
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστίμα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στίμα
|
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.