στάρπη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στάρπη | ||
γενική | της | στάρπης | ||
αιτιατική | τη | στάρπη | ||
κλητική | στάρπη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στάρπη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στάρπη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (γαστρονομία) το τυρόπηγμα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στάρπη
|