σπουδαρχώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπουδαρχώ < ελληνιστική κοινή σπουδαρχέω / σπουδαρχῶ < σπουδάρχης < σπουδή + ἄρχω
Ρήμα
επεξεργασίασπουδαρχώ
- (αρχαιοπρεπές) αποπειρώμαι να καταλάβω μια αρχή, ένα αξίωμα, μια θέση με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις σπουδάρχης, σπουδή και άρχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπουδαρχώ
|