σπλαγχνικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπλαγχνικά < σπλαγχνικός + -α < (ελληνιστική κοινή) σπλαγχνικός < αρχαία ελληνική σπλάγχνον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /splaŋ.xniˈka/
Επίρρημα
επεξεργασίασπλαγχνικά
- με σπλαχνικό τρόπο, με ευσπλαχνία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σπλάχνο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπλαγχνικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασπλαγχνικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σπλαχνικός