σοβράνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σοβράνο < ουδέτερο του επιθέτου σοβράνος, από την (άμεσο δάνειο) ιταλική sovrano (επίθετο: "κυρίαρχος")[1] → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίασοβράνο
- (ναυτικός όρος) κόντρα στον άνεμο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- από σοβράνο μεριά : από την πλευρά του πλοίου που χτυπά ο άνεμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία σοβράνο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασοβράνο
- αιτιατική ενικού του σοβράνος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σοβράνος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)