σταβέντο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σταβέντο < (άμεσο δάνειο) βενετική sotovento < ιταλική sottovento < sotto- + vento
Επίρρημα επεξεργασία
σταβέντο
- (ναυτικός όρος) υπήνεμα, απάνεμα, από τη μεριά που δεν φυσάει
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σταβέντο στη Βικιπαίδεια
Επίθετο επεξεργασία
σταβέντο άκλιτο