σαγρέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαγρέ < (άμεσο δάνειο) τουρκική sağrı
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαγρέ ουδέτερο άκλιτο
- (αρχιτεκτονική) επίχρισμα / σοβάς που έχει δημιουργήσει μια τραχιά και κοκκώδη επιφάνεια και (κατ’ επέκταση) κάθε τραχιά και κοκκώδης επιφάνεια
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαγρέ